διαφράγματος

Count: 132

GEN.SG NEUT διάφραγμα NOUN a partition-wall, barrier

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαφράγματος GEN.SG FEM διάφραγμα ADJ 1
διαφράγματος GEN.PL NEUT διάφραγμα NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

προκαλύμματος GEN.SG NEUT διάφραγμα NOUN 2
|διαφράγματος GEN.SG NEUT διάφραγμα NOUN 1
διαφράγματός GEN.SG NEUT διάφραγμα NOUN 1
διορύγματος GEN.SG NEUT διάφραγμα NOUN 1
διαφράγμα GEN.SG NEUT διάφραγμα NOUN 1
διαφράγματοϲ GEN.SG NEUT διάφραγμα NOUN 1