δάκτυλος

Count: 136

NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN a finger

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δάκτυλος NOM.SG MASC δάκτυλος ADJ 6
δάκτυλος NOM.SG FEM δάκτυλος ADJ 2
δάκτυλος NOM.SG FEM δάκτυλος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δάκτυλοϲ NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 14
δακτύλιός NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 6
Δάκτυλος NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 6
δάκτυλός NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 4
δάκτυλον NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 1
δάκτυλος᾿ NOM.SG MASC δάκτυλος NOUN 1