ἀδυναμία

Count: 140

NOM.SG FEM ἀδυναμία NOUN want of strength

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀδυναμία NOM.SG FEM ἀδυναμία ADJ 15
ἀδυναμία DAT.SG FEM ἀδυναμία NOUN 1
ἀδυναμία ACC.PL NEUT ἀδυναμία NOUN 1
ἀδυναμία VOC.SG FEM ἀδυναμία ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ἀδυναμίη NOM.SG FEM ἀδυναμία NOUN 18
coniunctio NOM.SG FEM ἀδυναμία NOUN 4
ἀδυναθία NOM.SG FEM ἀδυναμία NOUN 1
ἀδυναμίας NOM.SG FEM ἀδυναμία NOUN 1