Στέφανος

Count: 144

NOM.SG MASC στέφανος NOUN Stephanus
wreath, crown

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Στέφανος GEN.SG MASC στέφανος NOUN 4

Other Forms With Same Analysis

στέφανος NOM.SG MASC στέφανος NOUN 266
στέφανός NOM.SG MASC στέφανος NOUN 13
Στέφανός NOM.SG MASC στέφανος NOUN 4
Στέφανοϲ NOM.SG MASC στέφανος NOUN 3
Στεφάνων NOM.SG MASC στέφανος NOUN 2
ϲτεφάνοιϲκοϲμήϲαϲ NOM.SG MASC στέφανος NOUN 1
στέφανοσʼ NOM.SG MASC στέφανος NOUN 1