κοινωνὸς

Count: 151

NOM.SG MASC κοινωνός NOUN a companion, partner

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κοινωνὸς NOM.SG FEM κοινωνός NOUN 9
κοινωνὸς NOM.SG MASC κοινωνός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

κοινωνός NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 42
συγκοινωνὸς NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 14
κοινωνὸϲ NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 1
|κοινωνὸς NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 1
κοινωνόϲ NOM.SG MASC κοινωνός NOUN 1