διαλεκτικὴ

Count: 155

NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ skilled in logical argument

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαλεκτικὴ NOM.SG FEM διαλεκτικός NOUN 2
διαλεκτικὴ NOM.SG FEM διαλεκτικὴ NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαλεκτική NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ 43
Διαλεκτική NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ 3
Διαλεκτικὴ NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ 2
διαλεκτικός NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ 2
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ 1
διαλεκτικὴν NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ 1
διαλεκτικὴ3 NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ 1
διαλε|κτική NOM.SG FEM διαλεκτικός ADJ 1