διαιρέσεις

Count: 164

NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN a dividing, division

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρέσεις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 195
διαιρέσεις FUT ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 3
διαιρέσεις NOM.PL MASC διαίρεσις NOUN 1
διαιρέσεις NOM.PL MASC διαίρεσις ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Διαιρέσεις NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 9
διαθέϲειϲ NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 5
διαέσεις NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
διατάσιές NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 1