ἐπιτήδεια

Count: 168

NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ suitable; useful, necessary; deserving; associate

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐπιτήδεια ACC.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 551
ἐπιτήδεια NOM.SG FEM ἐπιτήδειος ADJ 2
ἐπιτήδεια ACC.SG FEM ἐπιτήδειος ADJ 2
ἐπιτήδεια IMPRF ACT 3SG IND ἐπιτήδειος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

ἀνεπιτήδεια NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 11
ἐπιτήδειά NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 8
ἀνεπιτήδειά NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 3
Ἐπιτήδεια NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 3
ἐγχώρια NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 2
incolarum NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 1
ἀνέτοιμα NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 1
ἐγχώριʼ NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 1
ἐπιτήδεικ NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 1
ἐπιτήδειʼ NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 1
ἐπιτηδεῖα NOM.PL NEUT ἐπιτήδειος ADJ 1