ξύμμαχοι

Count: 169

NOM.PL MASC σύμμαχος NOUN fighting along with, allied with, ally

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ξύμμαχοι VOC.PL MASC σύμμαχος NOUN 9
ξύμμαχοι NOM.PL MASC σύμμαχος ADJ 3
ξύμμαχοι VOC.PL MASC σύμμαχος ADJ 2
ξύμμαχοι NOM.PL FEM σύμμαχος ADJ 2
ξύμμαχοι VOC.PL FEM σύμμαχος ADJ 1
ξύμμαχοι DAT.PL MASC σύμμαχος NOUN 1
ξύμμαχοι NOM.PL FEM σύμμαχος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

σύμμαχοι NOM.PL MASC σύμμαχος NOUN 223
σύμμαχοί NOM.PL MASC σύμμαχος NOUN 5
ξύμμαχοί NOM.PL MASC σύμμαχος NOUN 5
Σύμμαχοι NOM.PL MASC σύμμαχος NOUN 1
ϲύμμαχοί NOM.PL MASC σύμμαχος NOUN 1