δικαιώματα

Count: 174

ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN an act by which wrong is set right

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαιώματα NOM.PL NEUT δικαίωμα NOUN 43
δικαιώματα NOM.PL FEM δικαίωμα NOUN 1
δικαιώματα NOM.SG FEM δικαίωμα NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δικαιώματά ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 112
δικαιωτήρια ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 19
Δικαιώματα ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 2
δικαιῶματά ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιάματά ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιώματαά ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιωματα ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1
δικαιώματὰ ACC.PL NEUT δικαίωμα NOUN 1