δημιουργῷ

Count: 175

DAT.SG MASC δημιουργός NOUN one who works for the people, a skilled workman, handicraftsman

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δημιουργῷ DAT.SG FEM δημιουργός NOUN 4
δημιουργῷ DAT.SG MASC δημιουργός ADJ 2
δημιουργῷ DAT.SG NEUT δημιουργός ADJ 1
δημιουργῷ PRES ACT 3SG SBJV δημιουργός VERB 1

Other Forms With Same Analysis

Δημιουργῷ DAT.SG MASC δημιουργός NOUN 9
δημιουρ DAT.SG MASC δημιουργός NOUN 3
δημιουρηῷ DAT.SG MASC δημιουργός NOUN 2
δημιουργῶι DAT.SG MASC δημιουργός NOUN 1