δάκτυλοι

Count: 177

NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN a finger

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δάκτυλοι NOM.PL MASC δάκτυλος ADJ 10
δάκτυλοι NOM.PL FEM δάκτυλος ADJ 4
δάκτυλοι NOM.PL FEM δάκτυλος NOUN 3
δάκτυλοι PRES ACT 3SG OPT δάκτυλος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

δάκτυλοί NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 7
Δάκτυλοι NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 4
δακτύλωι NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 1
δακτύλοιν NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 1