στεφάνου

Count: 178

GEN.SG MASC στέφανος NOUN Stephanus
wreath, crown

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στεφάνου GEN.SG NEUT στέφανος NOUN 3
στεφάνου IMPRF ACT 3SG IND στέφανος VERB 3
στεφάνου GEN.SG FEM στέφανος ADJ 2
στεφάνου PRES MID 2SG IMP στέφανος VERB 2
στεφάνου IMPRF MID 2SG IND στέφανος VERB 1
στεφάνου GEN.SG MASC στέφανος ADJ 1
στεφάνου GEN.SG FEM στέφανος NOUN 1
στεφάνου GEN.SG MASC στεφάνοus NOUN 4

Other Forms With Same Analysis

Στεφάνου GEN.SG MASC στέφανος NOUN 145
ϲτεφάνου GEN.SG MASC στέφανος NOUN 10
στέφανος GEN.SG MASC στέφανος NOUN 6
Στέφανος GEN.SG MASC στέφανος NOUN 4
Στεφάνοιο GEN.SG MASC στέφανος NOUN 4
στεφάνους GEN.SG MASC στέφανος NOUN 2
στεφάνοῦ GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
στεφάνο GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
Στεφάνοιό GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
στεφάνω GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
Στεφάνουὥς GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1