διαφθείρεται

Count: 180

PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαφθείρεται AOR MID 3SG SBJV διαφθείρω VERB 7
διαφθείρεται FUT MID 3SG IND διαφθείρω VERB 4

Other Forms With Same Analysis

διαφθείρεταί PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB 3
διαφθαρήϲεται PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB 3
καταβλάπτεται PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθερέεται PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB 1
Διαφθείρεται PRES MID 3SG IND διαφθείρω VERB 1