δικασταὶ

Count: 185

NOM.PL MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικασταὶ VOC.PL MASC δικαστής NOUN 7

Other Forms With Same Analysis

δικασταί NOM.PL MASC δικαστής NOUN 46
δικαϲταὶ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 6
δικαϲταί NOM.PL MASC δικαστής NOUN 6
δικαστ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 2
Δικαϲταὶ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 1
δικασταί⌟ NOM.PL MASC δικαστής NOUN 1