Ἀριστόβουλος

Count: 189

NOM.SG MASC ἀριστόβουλος NOUN Aristobulus
best-advising

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Ἀριστόβουλος GEN.SG MASC ἀριστόβουλος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Ἀρίϲταρχόϲ NOM.SG MASC ἀριστόβουλος NOUN 11
Ἀρίϲταρχε NOM.SG MASC ἀριστόβουλος NOUN 2
Ἀριστόβουλός NOM.SG MASC ἀριστόβουλος NOUN 2
Ἀριϲτόβουλοϲ NOM.SG MASC ἀριστόβουλος NOUN 1
Ἀριστόβουλς NOM.SG MASC ἀριστόβουλος NOUN 1