αἰσθητικὴ

Count: 190

NOM.SG FEM αἰσθητικός ADJ of/for sense perception

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

αἰσθητικὴ NOM.SG FEM αἰσθητικός NOUN 1
αἰσθητικὴ NOM.SG FEM αἰσθητικus ADJ 1
αἰσθητικὴ NOM.SG FEM αἰσθητικὴ ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

αἰσθητική NOM.SG FEM αἰσθητικός ADJ 131
αἰσθητική᾿ NOM.SG FEM αἰσθητικός ADJ 4
αἰϲθητικὴ NOM.SG FEM αἰσθητικός ADJ 3
αἰϲθητική NOM.SG FEM αἰσθητικός ADJ 2
αἰσθητική῾ NOM.SG FEM αἰσθητικός ADJ 1
αἴσθητικὴ NOM.SG FEM αἰσθητικός ADJ 1
αἰσθητικός NOM.SG FEM αἰσθητικός ADJ 1
ἔμψυχοςαἰσθητική NOM.SG FEM αἰσθητικός ADJ 1