διαιρέσεις

Count: 195

ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN a dividing, division

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρέσεις NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 164
διαιρέσεις FUT ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 3
διαιρέσεις NOM.PL MASC διαίρεσις NOUN 1
διαιρέσεις NOM.PL MASC διαίρεσις ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

διαθέϲειϲ ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 11
διαίρεσις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 7
Διαιρέσεις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 2
διαιρέσιας ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
διαιρήσεις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
Διαθέϲειϲ ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
διαιρέϲειϲ ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 1