διαφθείρει

Count: 206

PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαφθείρει PRES ACT 2SG IMP διαφθείρω VERB 6
διαφθείρει AOR ACT 3SG SBJV διαφθείρω VERB 1
διαφθείρει IMPRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διαφθερεῖ PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 26
Διαφθείρει PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 4
διαφίρει PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθεί PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθερέει PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθε PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1