κλέπτης

Count: 218

NOM.SG MASC κλέπτης NOUN a thief

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κλέπτης AOR ACT 2SG IND κλέπτης VERB 1
κλέπτης NOM.SG MASC κλέπτης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

κλέπτηϲ NOM.SG MASC κλέπτης NOUN 17
Κλέπτης NOM.SG MASC κλέπτης NOUN 5
Κλέπτηϲ NOM.SG MASC κλέπτης NOUN 1
κλέπτης< NOM.SG MASC κλέπτης NOUN 1
κλέπτο NOM.SG MASC κλέπτης NOUN 1