γεωμέτρης

Count: 221

NOM.SG MASC γεωμέτρης NOUN a land-measurer, geometer

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γεωμέτρης NOM.SG MASC γεωμέτρης ADJ 20
γεωμέτρης GEN.SG FEM γεωμέτρης NOUN 3
γεωμέτρης ACC.PL MASC γεωμέτρης NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

γεωμέτρηϲ NOM.SG MASC γεωμέτρης NOUN 4
γεω|μέτρης NOM.SG MASC γεωμέτρης NOUN 1
Γεωμέτρηϲ NOM.SG MASC γεωμέτρης NOUN 1