πονηροὶ

Count: 253

NOM.PL MASC πονηρός ADJ toilsome, painful, grievous

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πονηροὶ VOC.PL MASC πονηρός ADJ 3
πονηροὶ NOM.PL FEM πονηρός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

πονηροί NOM.PL MASC πονηρός ADJ 91
Πονηροὶ NOM.PL MASC πονηρός ADJ 5
πονεροί NOM.PL MASC πονηρός ADJ 1
πονηροῖ NOM.PL MASC πονηρός ADJ 1
ἦσανπονηροὶ NOM.PL MASC πονηρός ADJ 1
πονήροί NOM.PL MASC πονηρός ADJ 1
>πονηροὶ NOM.PL MASC πονηρός ADJ 1