δικαστὰς

Count: 276

ACC.PL MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαστὰς NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δικαστάς ACC.PL MASC δικαστής NOUN 101
δικαϲτὰϲ ACC.PL MASC δικαστής NOUN 4
δικαϲτάϲ ACC.PL MASC δικαστής NOUN 2
δικαΰτάς ACC.PL MASC δικαστής NOUN 1
δικαστής ACC.PL MASC δικαστής NOUN 1