συγκλήτου

Count: 293

GEN.SG FEM σύγκλητος NOUN (adj.) called together, summoned (n. council, Roman senate)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συγκλήτου GEN.SG FEM σύγκλητος ADJ 43
συγκλήτου GEN.SG MASC σύγκλητος NOUN 14
συγκλήτου PRES MID 2SG IMP σύγκλητος VERB 2
συγκλήτου GEN.SG NEUT σύγκλητος NOUN 1
συγκλήτου AOR MID 2SG IND σύγκλητος VERB 1
συγκλήτου GEN.SG NEUT σύγκλητος ADJ 1
συγκλήτου GEN.SG MASC σύγκλητος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ϲυγκλήτου GEN.SG FEM σύγκλητος NOUN 8