ἀπόστολοι

Count: 300

NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN a messenger, ambassador, envoy

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀπόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος ADJ 108
ἀπόστολοι VOC.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1
ἀπόστολοι AOR ACT 3SG OPT ἀπόστολος VERB 1

Other Forms With Same Analysis

Ἀπόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 205
ἀπόστολοί NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 4
᾿Απόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 2
μἀπόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1
Ἀπόστολοί NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1
Ἀπόστολοῖ NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1
ἀΠόστολοι NOM.PL MASC ἀπόστολος NOUN 1