ἐγκέφαλος

Count: 362

NOM.SG MASC ἐγκέφαλος NOUN that which is within the head, the brain

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐγκέφαλος NOM.SG MASC ἐγκέφαλος ADJ 5
ἐγκέφαλος NOM.SG FEM ἐγκέφαλος NOUN 3
ἐγκέφαλος GEN.SG MASC ἐγκέφαλος NOUN 1
ἐγκέφαλος ACC.PL MASC ἐγκέφαλος NOUN 1
ἐγκέφαλος NOM.SG MASC ἐγκέφαλος NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

ἐγκέφαλός NOM.SG MASC ἐγκέφαλος NOUN 20
ἐγκέφαλοϲ NOM.SG MASC ἐγκέφαλος NOUN 10
Ἐγκέφαλος NOM.SG MASC ἐγκέφαλος NOUN 1