σύνδεσμος

Count: 370

NOM.SG MASC σύνδεσμος NOUN a bond of union, bond, fastening

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σύνδεσμος NOM.SG FEM σύνδεσμος NOUN 18
σύνδεσμος NOM.SG MASC σύνδεσμος ADJ 16
σύνδεσμος NOM.SG FEM σύνδεσμος ADJ 6

Other Forms With Same Analysis

ϲύνδεϲμοϲ NOM.SG MASC σύνδεσμος NOUN 23
σύνδεσμός NOM.SG MASC σύνδεσμος NOUN 19
Σύνδεσμος NOM.SG MASC σύνδεσμος NOUN 7
ϲύνδεϲμόϲ NOM.SG MASC σύνδεσμος NOUN 5
ξύνδεσμος NOM.SG MASC σύνδεσμος NOUN 2
ξύνδεσμός NOM.SG MASC σύνδεσμος NOUN 1