μεσημβρίας

Count: 376

GEN.SG FEM μεσημβρία NOUN mid-day, noon; south

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μεσημβρίας ACC.PL FEM μεσημβρία NOUN 17
μεσημβρίας GEN.SG FEM μεσημβρία ADJ 6
μεσημβρίας NOM.PL FEM μεσημβρία NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

Μεσημβρίας GEN.SG FEM μεσημβρία NOUN 11
μεσαμβρίης GEN.SG FEM μεσημβρία NOUN 9
μεσημβρίης GEN.SG FEM μεσημβρία NOUN 8
Μεσαμβρίης GEN.SG FEM μεσημβρία NOUN 2