φαντασίᾳ

Count: 403

DAT.SG FEM φαντασία NOUN imagination, the power by which an object is presented

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φαντασίᾳ NOM.PL FEM φαντασία NOUN 11
φαντασίᾳ DAT.SG NEUT φαντασία NOUN 1
φαντασίᾳ ABL.SG FEM φαντασ NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

φαντασίαι DAT.SG FEM φαντασία NOUN 10
φαντασίῃ DAT.SG FEM φαντασία NOUN 5
φαντασία DAT.SG FEM φαντασία NOUN 4
φαντασί DAT.SG FEM φαντασία NOUN 1
φαντασίᾶ DAT.SG FEM φαντασία NOUN 1
φαντσίᾳ DAT.SG FEM φαντασία NOUN 1
φαντάσει DAT.SG FEM φαντασία NOUN 1
Φαντασία DAT.SG FEM φαντασία NOUN 1