πολῖται

Count: 412

NOM.PL MASC πολίτης NOUN (fellow) citizen
Polites

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πολῖται VOC.PL MASC πολίτης NOUN 103
πολῖται PRES MID 3SG SBJV πολίτης VERB 3
πολῖται NOM.PL FEM πολίτης NOUN 3

Other Forms With Same Analysis

πολῖταί NOM.PL MASC πολίτης NOUN 13
πολιῆται NOM.PL MASC πολίτης NOUN 8
πολίται NOM.PL MASC πολίτης NOUN 3
πολίαρχοι NOM.PL MASC πολίτης NOUN 1
διαπολῖται NOM.PL MASC πολίτης NOUN 1
πολῖται> NOM.PL MASC πολίτης NOUN 1