δυνάμεσι

Count: 413

DAT.PL FEM δύναμις NOUN power, might, strength

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δυνάμεσι DAT.PL NEUT δύναμις NOUN 3
δυνάμεσι ACC.SG FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεσι DAT.SG FEM δύναμις NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δυνάμεσιν DAT.PL FEM δύναμις NOUN 458
δυνάμεσίν DAT.PL FEM δύναμις NOUN 18
δυνάμεσί DAT.PL FEM δύναμις NOUN 9
δυνάμεϲιν DAT.PL FEM δύναμις NOUN 7
δυνάμεϲι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 5
δυνάμ DAT.PL FEM δύναμις NOUN 2
δυνάμεις DAT.PL FEM δύναμις NOUN 2
δυ|νάμεσι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεϲίν DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεςι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεσιξύλων DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
Δυνάμεσι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
κἂντῶνἐπὶταἱςδυνάμεσιπαραβαίνη DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1