ὑγρότης

Count: 413

NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN wetness, moisture

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ὑγρότης NOM.SG MASC ὑγρότης NOUN 44
ὑγρότης NOM.SG MASC ὑγρότης ADJ 2
ὑγρότης NOM.SG FEM ὑγρότης ADJ 1
ὑγρότης NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ὑγρότητος NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 3
ἰκμάδος NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 3
ὑγρότηϲ NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 2
ὑγρότητά NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 2
ὑγρότητ NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 1
ὑγρότητός NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 1
Ὑγρότης NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 1
ὑγρότητα NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 1
ὑγρότης2 NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 1
ὑγρότη NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 1
ὐγρότης NOM.SG FEM ὑγρότης NOUN 1