Διονυσίου

Count: 415

GEN.SG MASC διονύσιος NOUN of Dionysus, pr.n. Dionysius

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Διονυσίου GEN.SG NEUT διονύσιος NOUN 38
Διονυσίου GEN.SG NEUT διονύσιος ADJ 2
Διονυσίου GEN.SG MASC διονύσιος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Chrysippum GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 9
Διονύσιος GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 2
Διοντσίου GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 1
ΔΙονυσίου GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 1
Διονθσίου GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 1
Διονυσίω γὰρ GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 1