διάβολος

Count: 447

NOM.SG MASC διάβολος NOUN slanderous, backbiting

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάβολος NOM.SG MASC διάβολος ADJ 96
διάβολος NOM.SG FEM διάβολος ADJ 1
διάβολος GEN.SG MASC διάβολος NOUN 1
διάβολος NOM.SG FEM διάβολος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διάβολός NOM.SG MASC διάβολος NOUN 17
Διάβολος NOM.SG MASC διάβολος NOUN 5
διάβολοϲ NOM.SG MASC διάβολος NOUN 4
Διάβολοϲ NOM.SG MASC διάβολος NOUN 3
διαβόλου NOM.SG MASC διάβολος NOUN 1
διάβολος< NOM.SG MASC διάβολος NOUN 1