ἄδικος

Count: 468

NOM.SG MASC ἄδικος ADJ wrong-doing, unrighteous, unjust

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἄδικος NOM.SG FEM ἄδικος ADJ 68
ἄδικος GEN.SG MASC ἄδικος ADJ 1
ἄδικος GEN.SG NEUT ἄδικος ADJ 1
ἄδικος ACC.SG NEUT ἄδικος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ἄδικός NOM.SG MASC ἄδικος ADJ 48
ἄδικοϲ NOM.SG MASC ἄδικος ADJ 7
ἄδικος᾿ NOM.SG MASC ἄδικος ADJ 2
ἂδικος NOM.SG MASC ἄδικος ADJ 1
ἀδικός NOM.SG MASC ἄδικος ADJ 1
Ἄδικος NOM.SG MASC ἄδικος ADJ 1
ʼἄδικος NOM.SG MASC ἄδικος ADJ 1
ἀδίκωϲ NOM.SG MASC ἄδικος ADJ 1
ὁἄδικος NOM.SG MASC ἄδικος ADJ 1
ἀδίκως NOM.SG MASC ἄδικος ADJ 1