πραγματείᾳ

Count: 504

DAT.SG FEM πραγματεία NOUN the careful prosecution of an affair, diligent study, hard work

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πραγματείᾳ NOM.PL FEM πραγματεία NOUN 3
πραγματείᾳ PRES MID 2SG IND πραγματεία VERB 1

Other Forms With Same Analysis

πραγματεία DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 3
πραγματείαι DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 2
πραγματειώδει DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 1
πραγμα|μείᾳ DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 1
Πραγματείᾳ DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 1
πραγμαθήσει DAT.SG FEM πραγματεία NOUN 1