δυνατὸς

Count: 621

NOM.SG MASC δυνατός ADJ strong, mighty, able

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δυνατὸς PRF ACT NOM.SG NEUT PTCP δυνατός VERB 1
δυνατὸς NOM.SG MASC δυνατὸς ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

δυνατός NOM.SG MASC δυνατός ADJ 215
Δυνατὸς NOM.SG MASC δυνατός ADJ 9
δυνατὸϲ NOM.SG MASC δυνατός ADJ 6
δυνατόϲ NOM.SG MASC δυνατός ADJ 5
δυνατὸ NOM.SG MASC δυνατός ADJ 1
μώτερός NOM.SG MASC δυνατός ADJ 1
δύνατος NOM.SG MASC δυνατός ADJ 1
δυνατός< NOM.SG MASC δυνατός ADJ 1