προηγουμένως

Count: 648

INDECL προηγέομαι ADV to go first and lead the way, to be the leader

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

προηγουμένως PRES MID ACC.PL MASC PTCP προηγέομαι VERB 2
προηγουμένως PRES ACT NOM.PL NEUT PTCP προηγέομαι VERB 1
προηγουμένως PRES ACT NOM.SG NEUT PTCP προηγέομαι VERB 1

Other Forms With Same Analysis

Προηγουμένως INDECL προηγέομαι ADV 6
προηγουμένωϲ INDECL προηγέομαι ADV 6
προηrουμένως INDECL προηγέομαι ADV 1
προηγού INDECL προηγέομαι ADV 1
προηγονμένως INDECL προηγέομαι ADV 1
προη|γουμένως INDECL προηγέομαι ADV 1
προηγουμέως INDECL προηγέομαι ADV 1