ἐπίσκοπος

Count: 804

NOM.SG MASC ἐπίσκοπος NOUN one who watches over, an overseer, guardian
hitting the mark

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐπίσκοπος NOM.SG MASC ἐπίσκοπος ADJ 1
ἐπίσκοπος INDECL ἐπίσκοπος ADV 1
ἐπίσκοπος NOM.SG FEM ἐπίσκοπος NOUN 1
ἐπίσκοπος NOM.SG FEM ἐπίσκοπος ADJ 1
ἐπίσκοπος ACC.SG NEUT ἐπίσκοπος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ἐπίϲκοποϲ NOM.SG MASC ἐπίσκοπος NOUN 74
Ἐπίσκοπος NOM.SG MASC ἐπίσκοπος NOUN 13
ἐπισκόπων NOM.SG MASC ἐπίσκοπος NOUN 6
ἐπίσκοπός NOM.SG MASC ἐπίσκοπος NOUN 2
Ἐπισκόπων NOM.SG MASC ἐπίσκοπος NOUN 1
Ἐπίϲκοποϲ NOM.SG MASC ἐπίσκοπος NOUN 1
ἐΠίσκοπος NOM.SG MASC ἐπίσκοπος NOUN 1
ἐπίσκοποςι NOM.SG MASC ἐπίσκοπος NOUN 1