διάστημα

Count: 805

NOM.SG NEUT διάστημα NOUN an interval

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάστημα ACC.SG NEUT διάστημα NOUN 1,052
διάστημα ACC.SG NEUT διάστημα ADJ 14
διάστημα NOM.SG NEUT διάστημα ADJ 7
διάστημα NOM.SG MASC διάστημα NOUN 6
διάστημα PRES ACT ACC.SG NEUT PTCP διάστημα VERB 5
διάστημα ACC.SG MASC διάστημα NOUN 2
διάστημα PRES ACT 1PL IND διάστημα VERB 2
διάστημα VOC.SG MASC διάστημα NOUN 1
διάστημα PRF MID NOM.SG NEUT PTCP διάστημα VERB 1
διάστημα PRES ACT 3SG IND διάστημα VERB 1
διάστημα AOR ACT 3SG IND διάστημα VERB 1
διάστημα PRES ACT NOM.SG NEUT PTCP διάστημα VERB 1
διάστημα PRF ACT INF διάστημα VERB 1
διάστημα GEN.SG MASC διάστημα NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διάστημά NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 74
Διάστημα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 7
διάστημ NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 3
διάστημʼ NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 2
<διάστημα> NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 1
διάστῆμα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 1