διαίρεσις

Count: 924

NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN a dividing, division

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαίρεσις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 7
διαίρεσις FUT ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 1
διαίρεσις DAT.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
διαίρεσις PRES ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διαίρεσίς NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 29
Διαίρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 8
διαίρεϲιϲ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 7
διαίρεϲίϲ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 6
διαί|ρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 2
δίαίρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 1
διαίρεσις᾿ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 1
ϲυναίρεϲίϲ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 1