φαντασία

Count: 972

NOM.SG FEM φαντασία NOUN imagination, the power by which an object is presented

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φαντασία DAT.SG FEM φαντασία NOUN 4
φαντασία VOC.SG FEM φαντασία NOUN 3
φαντασία ACC.SG FEM φαντασία NOUN 2
φαντασία ACC.PL FEM φαντασία NOUN 1
φαντασία NOM.DU FEM φαντασία NOUN 1
φαντασία VOC.DU FEM φαντασία NOUN 1
φαντασία NOM.SG FEM φαντασία NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Φαντασία NOM.SG FEM φαντασία NOUN 7
φαντασίη NOM.SG FEM φαντασία NOUN 6
φαντασίς NOM.SG FEM φαντασία NOUN 2
ʽφαντασία NOM.SG FEM φαντασία NOUN 1
<φαντασία NOM.SG FEM φαντασία NOUN 1
φαν|τασία NOM.SG FEM φαντασία NOUN 1
φαντασιά NOM.SG FEM φαντασία NOUN 1