διάνοια

Count: 985

NOM.SG FEM διάνοια NOUN a thought, intention, purpose

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διάνοια VOC.SG FEM διάνοια NOUN 18
διάνοια ACC.SG FEM διάνοια NOUN 2
διάνοια ACC.PL NEUT διάνοια NOUN 1
διάνοια GEN.SG FEM διάνοια NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διάνοιά NOM.SG FEM διάνοια NOUN 18
διανοία NOM.SG FEM διάνοια NOUN 9
Διάνοια NOM.SG FEM διάνοια NOUN 4