βάρβαροι

Count: 1,063

NOM.PL MASC βάρβαρος NOUN barbarous

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

βάρβαροι NOM.PL MASC βάρβαρος ADJ 45
βάρβαροι NOM.PL FEM βάρβαρος ADJ 4
βάρβαροι NOM.PL FEM βάρβαρος NOUN 2
βάρβαροι VOC.PL MASC βάρβαρος ADJ 1
βάρβαροι VOC.PL MASC βάρβαρος NOUN 1
βάρβαροι VOC.PL FEM βάρβαρος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Βάρβαροι NOM.PL MASC βάρβαρος NOUN 5
βάρβαροι᾿ NOM.PL MASC βάρβαρος NOUN 1
βάρβαροι NOM.PL MASC βάρβαρος NOUN 1