δυνάμεις

Count: 1,140

NOM.PL FEM δύναμις NOUN power, might, strength

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δυνάμεις ACC.PL FEM δύναμις NOUN 2,832
δυνάμεις GEN.PL FEM δύναμις NOUN 4
δυνάμεις ACC.SG FEM δύναμις NOUN 4
δυνάμεις VOC.PL FEM δύναμις NOUN 3
δυνάμεις NOM.SG FEM δύναμις NOUN 3
δυνάμεις DAT.PL FEM δύναμις NOUN 2
δυνάμεις GEN.SG FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεις INDECL δύναμις NOUN 1
δυνάμεις NOM.PL FEM δυνάμς NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

δυνάμει NOM.PL FEM δύναμις NOUN 39
δυνάμειϲ NOM.PL FEM δύναμις NOUN 15
δυνάμιες NOM.PL FEM δύναμις NOUN 9
δυνάμις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 4
Δυνάμεις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 2
δυνάμ NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμιές NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμμεις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1
δὲδυνάμεις NOM.PL FEM δύναμις NOUN 1