Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
ἀπανθρακίς
ἀπανθράκισμα
ἀπανθρακόω
ἀπανθρωπέομαι
ἀπανθρωπία
ἀπανθρωπίζομαι
ἀπάνθρωπος
ἀπανίστημι
ἀπάνουργευτος
ἁπανταχῆ
ἁπανταχόθεν
ἁπανταχόθι
ἁπανταχοῖ
ἁπανταχόσε
ἁπανταχοῦ
ἀπαντάω
ἁπάντη
ἁπάντῃ
ἀπαντή
View word page
ἀπάνουργευτος
guileless

ShortDef

guileless

Debugging

Headword:
ἀπάνουργευτος
Headword (normalized):
ἀπάνουργευτος
Headword (normalized/stripped):
απανουργευτος
IDX:
9982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9983
Key:

Data

{'content': 'guileless'}