Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπάνθησις
ἀπανθίζω
ἀπάνθισμα
ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
ἀπανθρακίς
ἀπανθράκισμα
ἀπανθρακόω
ἀπανθρωπέομαι
ἀπανθρωπία
ἀπανθρωπίζομαι
ἀπάνθρωπος
ἀπανίστημι
ἀπάνουργευτος
ἁπανταχῆ
ἁπανταχόθεν
ἁπανταχόθι
ἁπανταχοῖ
ἁπανταχόσε
ἁπανταχοῦ
ἀπαντάω
View word page
ἀπανθρωπίζομαι
become a man

ShortDef

become a man

Debugging

Headword:
ἀπανθρωπίζομαι
Headword (normalized):
ἀπανθρωπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
απανθρωπιζομαι
IDX:
9979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9980
Key:

Data

{'content': 'become a man'}