Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπανεμόομαι
ἀπάνευθε
ἀπανθέω
ἀπάνθησις
ἀπανθίζω
ἀπάνθισμα
ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
ἀπανθρακίς
ἀπανθράκισμα
ἀπανθρακόω
ἀπανθρωπέομαι
ἀπανθρωπία
ἀπανθρωπίζομαι
ἀπάνθρωπος
ἀπανίστημι
ἀπάνουργευτος
ἁπανταχῆ
ἁπανταχόθεν
ἁπανταχόθι
ἁπανταχοῖ
View word page
ἀπανθρακόω
to burn to a cinder

ShortDef

to burn to a cinder

Debugging

Headword:
ἀπανθρακόω
Headword (normalized):
ἀπανθρακόω
Headword (normalized/stripped):
απανθρακοω
IDX:
9976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9977
Key:

Data

{'content': 'to burn to a cinder'}