Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπανεμία
ἀπανεμόομαι
ἀπάνευθε
ἀπανθέω
ἀπάνθησις
ἀπανθίζω
ἀπάνθισμα
ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
ἀπανθρακίς
ἀπανθράκισμα
ἀπανθρακόω
ἀπανθρωπέομαι
ἀπανθρωπία
ἀπανθρωπίζομαι
ἀπάνθρωπος
ἀπανίστημι
ἀπάνουργευτος
ἁπανταχῆ
ἁπανταχόθεν
ἁπανταχόθι
View word page
ἀπανθράκισμα
broil

ShortDef

broil

Debugging

Headword:
ἀπανθράκισμα
Headword (normalized):
ἀπανθράκισμα
Headword (normalized/stripped):
απανθρακισμα
IDX:
9975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9976
Key:

Data

{'content': 'broil'}