Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπανδόκευτος
ἀπανδρίζομαι
ἀπανδρόομαι
ἀπανεμία
ἀπανεμόομαι
ἀπάνευθε
ἀπανθέω
ἀπάνθησις
ἀπανθίζω
ἀπάνθισμα
ἀπανθισμός
ἀπανθρακίζω
ἀπανθρακίς
ἀπανθράκισμα
ἀπανθρακόω
ἀπανθρωπέομαι
ἀπανθρωπία
ἀπανθρωπίζομαι
ἀπάνθρωπος
ἀπανίστημι
ἀπάνουργευτος
View word page
ἀπανθισμός
plucking of flowers

ShortDef

plucking of flowers

Debugging

Headword:
ἀπανθισμός
Headword (normalized):
ἀπανθισμός
Headword (normalized/stripped):
απανθισμος
IDX:
9972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9973
Key:

Data

{'content': 'plucking of flowers'}